αθέριστος

αθέριστος
η , ο [ος , ον ] несжатый, нескошенный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αθέριστος" в других словарях:

  • ἀθέριστος — not reaped masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθέριστος — (I) η, ο (Α ἀθέριστος, ον) [θερίζω] αυτός που δεν θερίστηκε, αθέριγος. (II) ἀθέριστος, ον (AM) [ἀθερίζω] μσν. αφρόντιστος, παραμελημένος αρχ. αδιάφορος, αμελής …   Dictionary of Greek

  • αθέριστος — η, ο αυτός που δε θερίστηκε: Το μισό χωράφι είχε μείνει αθέριστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθέριστον — ἀθέριστος not reaped masc/fem acc sg ἀθέριστος not reaped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθερίστους — ἀθέριστος not reaped masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άθερος — η, ο αυτός που δεν θερίστηκε, ο αθέριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θερίζω πρβλ. καρπίζω άκαρπος, σπλαχνίζομαι άσπλαχνος] …   Dictionary of Greek

  • αδρέπανος — η, ο (Α ἀδρέπανος, ον) (Ν και αδράπανος) [δρέπανον] αυτός που δεν θερίστηκε με δρεπάνι, ο αθέριστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει δρεπάνι 2. που δεν έχει ούτε δρεπάνι, που στερείται τα πάντα, ο πάμφτωχος 3. άπρακτος …   Dictionary of Greek

  • αθέριγος — η, ο βλ. αθέριστος …   Dictionary of Greek

  • αθερίζω — ἀθερίζω (Α) δίνω μικρή σημασία σε κάτι, περιφρονώ, αδιαφορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είτε παράγεται από αρχ. τ. *ἄθερος, που θα συνδεόταν προς το αρχ. ινδ. adhara και θα σήμαινε όπως αυτό «τον μηδαμινό, ανάξιο λόγου», είτε συνδέεται προς… …   Dictionary of Greek

  • ακήρατος — ἀκήρατος, ον (Α) 1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός 3. ακούρευτος 4. αθέριστος 5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. *ἀ κέρα τος < ρίζα *κερα (πρβλ. κερα ΐζω, ἀ κέρα ιος). Η… …   Dictionary of Greek

  • ακόσιστος — η, ο [κοσίζω] αυτός που δεν κόπηκε με κόσα, με δρέπανο, ο αδρεπάνιστος, ο αθέριστος «ακόσιστο σπαρτό» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»